- συνεκτρέφουσαν
- συνεκτρέφωrear up along withpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηθύς — Θάλασσα των παλαιότερων γεωλογικών χρόνων, η οποία έως το τριτογενές εκτεινόταν ανάμεσα στην Ευρασιατική ήπειρο στα Β και στην Αφρική Αραβία Ινδία στα Ν, χωρίζοντας τους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους. Η τ., της οποίας σημερινό υπόλειμμα είναι η… … Dictionary of Greek